Apostolou Pavlou Avenue — ( el. Λεοφόρος Αποστόλου Παύλου, St. Paul s Ave.) is the busiest road artery in Paphos. It connects the city center, Ktima, where the shopping, and business district is, with Kato Paphos, by the coast, the tourist and entertainment center of the… … Wikipedia
αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… … Dictionary of Greek
λιμένιο — το (Α λιμένιον) [λιμήν] 1. μικρό λιμάνι, λιμανάκι 2. (κατ επέκτ.) κάθε λιμάνι … Dictionary of Greek
λιμενάριον — και λιμενάρι, το (Μ) [λιμήν] μικρό λιμάνι, λιμανάκι … Dictionary of Greek
λιμενίσκος — Οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * ο (Μ λιμενίσκος) [λιμήν] μικρό λιμάνι, λιμανάκι … Dictionary of Greek
λιμνιωνάριν — λιμνιωνάριν, τὸ (Μ) [λιμνιών] μικρό λιμάνι, λιμανάκι … Dictionary of Greek
ορμίσκος — (I) ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)] 1. μικρό περιδέραιο 2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι. (II) ο μικρός όρμος, λιμανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
αοίκητον — Όρμος, απόμερο και ακατοίκητο λιμανάκι. Ο όρος κυρίως αναφέρεται σε μικρά λιμανάκια όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο βάρκες και μικρά καράβια … Dictionary of Greek