λιμανάκι

λιμανάκι
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 78 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαρισσού.
* * *
το
μικρό λιμάνι, μικρός λιμένας, μικρό αραξοβόλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Apostolou Pavlou Avenue — ( el. Λεοφόρος Αποστόλου Παύλου, St. Paul s Ave.) is the busiest road artery in Paphos. It connects the city center, Ktima, where the shopping, and business district is, with Kato Paphos, by the coast, the tourist and entertainment center of the… …   Wikipedia

  • αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… …   Dictionary of Greek

  • λιμένιο — το (Α λιμένιον) [λιμήν] 1. μικρό λιμάνι, λιμανάκι 2. (κατ επέκτ.) κάθε λιμάνι …   Dictionary of Greek

  • λιμενάριον — και λιμενάρι, το (Μ) [λιμήν] μικρό λιμάνι, λιμανάκι …   Dictionary of Greek

  • λιμενίσκος — Οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * ο (Μ λιμενίσκος) [λιμήν] μικρό λιμάνι, λιμανάκι …   Dictionary of Greek

  • λιμνιωνάριν — λιμνιωνάριν, τὸ (Μ) [λιμνιών] μικρό λιμάνι, λιμανάκι …   Dictionary of Greek

  • ορμίσκος — (I) ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)] 1. μικρό περιδέραιο 2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι. (II) ο μικρός όρμος, λιμανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση] …   Dictionary of Greek

  • ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • αοίκητον — Όρμος, απόμερο και ακατοίκητο λιμανάκι. Ο όρος κυρίως αναφέρεται σε μικρά λιμανάκια όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο βάρκες και μικρά καράβια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”